- ετέρωτα
- ἐτέρωτα (Α)αιολ. τ. τού επιρρ. ετέρωθι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κἀτέρωτα — ἐτέρωτα , ἐτέρωτα aeolic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
ετέρωθι — ἑτέρωθι και αιολ. τ. ἑτέρωτα (Α) επίρρ. 1. στο άλλο μέρος, απέναντι 2. σε άλλο μέρος, αλλού 3. σε άλλον χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + επίθ. θι, που δηλώνει εν τόπω στάση (πρβλ. αυτό θι)] … Dictionary of Greek